- μετριοσύνη
- μετριοσύνη, ἡ,A poverty, PMasp.20 B 14 (vi A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετριοσύνη — μετριοσύνη, ἡ (Μ) [μέτριος] φτώχεια, πενία … Dictionary of Greek
μετριοσύνην — μετριοσύνη poverty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)